ζιγκολό

ζιγκολό
ο, το
άκλ. (λ. γαλλ.), εραστής ηλικιωμένων κυρίως γυναικών που αμείβεται για τις υπηρεσίες που προσφέρει: Κατάντησε ζιγκολό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζιγκολό — ο αυτός που ζει από τις ερωτικές του σχέσεις με γυναίκες περασμένης ηλικίας, εραστής με αμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gigolo] …   Dictionary of Greek

  • Male prostitution — Gigolo redirects here. For other uses, see Gigolo (disambiguation). An outreach worker interviews a modern day street hustler at work in Prague s Old Town Square in the Czech Republic.(2009) …   Wikipedia

  • Γκιρ, Ρίτσαρντ — (Richard Gere, Φιλαδέλφεια 1949 –). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε φιλοσοφία και υποκριτική στο πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης και ξεκίνησε την καριέρα του στα θέατρα του Μπρόντγουεϊ, με το Γκριζ και άλλα έργα, πριν ασχοληθεί με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”